1 καμψις
κινήσεως καὴ κάμψεως ἕνεκα Plat. — для (придания) подвижности и гибкости
(χονδρώδη μόρια μεταξὺ τῶν κάμψεών ἐστιν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > καμψις